πιλῶν

πιλῶν
πίλα
pila
fem gen pl
πῑλῶν , πιλέω
compress wool
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
πιλόω
contract
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
πιλόω
contract
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
πιλόω
contract
pres part act masc nom sg
πιλόω
contract
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιλών — ῶνος, ὁ Α (δ. γρφ.) πυλώνας …   Dictionary of Greek

  • πίλων — πί̱λων , πῖλος wool masc gen pl πιλόω contract imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πιλόω contract imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλοποιία — η, ΝΑ [πιλοποιός] η κατασκευή πίλων …   Dictionary of Greek

  • πιλοποιείο — το, Ν εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής πίλων, καπελάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • πιλοποιητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιλοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλοποιητική η τέχνη κατασκευής πίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πιλοποιῶ (< πιλοποιός)] …   Dictionary of Greek

  • πιλοποιϊκός — ή, όν, Α [πιλοποιός] ο κατάλληλος για την κατασκευή πίλων («πιλοποιϊκὸν ὕδωρ», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • πιλοποιός — ο, ΝΜΑ κατασκευαστής πίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖλος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πιλοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης πίλων, καπελάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίλος «καπέλο» + πωλείο (< πώλης < πωλώ). Η λ., στον λόγιο τ. πιλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Παρκερικά — Έτσι ονομάστηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας τον Ιανουάριο του 1850 από ισχυρή μοίρα του αγγλικού στόλου με επικεφαλής τον ναύαρχο σερ Γουίλιαμ Πάρκερ και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα που ακολούθησε, με σκοπό να υποχρεωθεί η οθωνική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”